- εξάηχο
- το(μουσ.), ομάδα έξι φθόγγων που έχει την ίδια αξία με τέσσερις φθόγγους του ίδιου τύπου ή με δύο του αμέσως μεγαλύτερου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξάηχο — το μουσ. μουσική ομάδα τών έξι φθόγγων που ισοδυναμεί με τέσσερεις φθόγγους τού ίδιου τύπου ή με δύο τού αμέσως μεγαλύτερου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + ήχος] … Dictionary of Greek